συγγένωμαι

συγγένωμαι
συγγίγνομαι
to be born with
aor subj mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγγενώ — άω, Α 1. βοηθώ στη γέννηση ή στην παραγωγή 2. δημιουργώ κάτι μαζί με κάποιον άλλο 3. παθ. συγγενῶμαι, άομαι έρχομαι στον κόσμο, αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεννῶ «φέρνω στη ζωή, δημιουργώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”